πανίερος

πανίερος
-η, -ο / πανίερος, -ον, ΝΜΑ
πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ.-μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος
τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ. σεβασμιότατος. Επιρρ. πανιέρως Α
με πανίερο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανίερος — all holy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίερος — η, ο ο πολύ ιερός, ο ιερότατος. Το υπερθετικό πανιερότατος προσφώνηση μητροπολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανιερώτατον — πανίερος all holy masc acc superl sg πανίερος all holy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιέρως — πανίερος all holy adverbial πανίερος all holy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίερον — πανίερος all holy masc/fem acc sg πανίερος all holy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιερωτάτους — πανίερος all holy masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιέροις — πανίερος all holy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιέρου — πανίερος all holy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιέρους — πανίερος all holy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανιέρων — πανίερος all holy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”